περιαστράπτοντες

περιαστράπτοντες
περϊαστράπτοντες , περιαστράπτω
flash around
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιαστράπτω — ΜΑ 1. λάμπω γύρω από κάποιον, περιβάλλω κάποιον με λάμψη («ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ) 2. μτφ. θαμπώνω κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.) αρχ. 1. αστράφτω ολόγυρα («προσεφάνησαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”